Το ελληνικό τραγούδι πενθεί, καθώς έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών ο σπουδαίος συνθέτης και στιχουργός Διονύσης Σαββόπουλος.
Ο «Νιόνιος» του ελληνικού τραγουδιού νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας.
Την προηγούμενη εβδομάδα είχε επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του, με αποτέλεσμα την εισαγωγή του στο νοσοκομείο.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος διηγήθηκε πριν από λίγους μήνες τη μάχη που έδωσε ενάντια στον καρκίνο και τις δυσκολίες αυτής της περιόδου στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».
Ο σπουδαίος «Νιόνιος» άνοιξε την καρδιά του και χωρίς δακρύβρεχτους συναισθηματισμούς εξιστόρησε -μεταξύ άλλων- την αναμέτρησή του με τον καρκίνο, από τη στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης και τις θεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε μέχρι την προσβολή του από κορωνοϊό, που έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.
Τον Μάρτιο του 2020 (την εποχή της πρώτης καραντίνας) ήταν που έλαβε τη διάγνωση:
«Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι, ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου-γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σας το λέω αυτό για να προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν -ο μη γένοιτο- σας συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός. Μου αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ‘ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλης αδυναμίας» εξομολογείται ο ίδιος στο βιβλίο.
«Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας» περιγράφει, καθώς συνέχισε κανονικά στους καλλιτεχνικούς ρυθμούς που είχε συνηθίσει.
«Εκεί κατά την άνοιξη (2022) φαίνεται πως την πάτησα. Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μου ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν μου ήταν δυνατό ν’ αρνηθώ. Πήραμε όλες τις προφυλάξεις και κατεβήκαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο νησί. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα… Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό. Φωνάξαμε γιατρό. ”Γρήγορα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο!” διέταξε. Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο, διότι τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων, και να το αποτέλεσμα.»
Σε άλλο σημείο του βιβλίου, ο σπουδαίος καλλιτέχνης διηγήθηκε:
«Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας. Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μου ‘βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix. Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα, πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.
Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τι έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα να ‘φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μου ‘βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
Χρόνια πολλά, μου είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».