Ενώ το ασφαλιστικό σύστημα έχει ανοίξει τον δρόμο για εργασία ακόμα και σε συνταξιούχους με υψηλές απολαβές – ακόμη και άνω των 5.000 ευρώ – και έχει καταργήσει το «πέναλτι» για όσους εργάζονται, οι χήρες και τα ορφανά παραμένουν οι μεγάλοι αδικημένοι.
Η σύνταξη χηρείας, η οποία χορηγείται σε περιπτώσεις θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, μειώνεται δραματικά μετά την πρώτη τριετία: από το 70% στο 35% της αρχικής σύνταξης, εφόσον ο δικαιούχος εργάζεται ή λαμβάνει άλλη σύνταξη. Αυτό το μέτρο παραμένει σε ισχύ, παρά τις ελαφρύνσεις που έχουν δοθεί στους υπόλοιπους συνταξιούχους.
Τι ισχύει σήμερα για τις συντάξεις χηρείας:
Μετά την 3ετία, η σύνταξη χηρείας περιορίζεται στο 35% της αρχικής σύνταξης εάν ο/η δικαιούχος εργάζεται ή έχει δική του/της σύνταξη.
Δεν προβλέπεται κατώτατο όριο, γεγονός που οδηγεί πολλές χήρες να λαμβάνουν εξευτελιστικά ποσά – ακόμα και κάτω από 100 ευρώ.
Αν ο/η θανών/ούσα συνταξιοδοτήθηκε πριν τον Μάιο του 2016, η σύνταξη χηρείας θεωρείται νέα παροχή και υπολογίζεται με τα μειωμένα ποσοστά του νόμου 4387/2016 – χωρίς προσωπική διαφορά.
Σε περιπτώσεις λαθών ή παραλείψεων του ΕΦΚΑ, πολλές χήρες λαμβάνουν ακόμη το 70%, αλλά κινδυνεύουν να τους ζητηθούν πίσω τεράστια ποσά ως «αχρεωστήτως καταβληθέντα».
Διπλή περικοπή για τις αγρότισσες
Οι αγρότισσες χήρες δέχονται διπλό πλήγμα, καθώς το κοινωνικό τμήμα της δικής τους σύνταξης (αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη) καταργείται, για να μπορέσουν να λάβουν τη σύνταξη λόγω θανάτου. Έτσι, και η δική τους σύνταξη, και του θανόντος συζύγου, περικόπτονται, φτάνοντας σε ακραίες περιπτώσεις να εισπράττουν μόλις 50 ευρώ μηνιαίως.
Μόνη εξαίρεση στο δικαίωμα απασχόλησης
Από τις αρχές του 2024, όλοι οι συνταξιούχοι μπορούν να εργαστούν χωρίς περικοπή της σύνταξής τους, με ελαφρές εισφορές ή φορολογικές επιβαρύνσεις. Μόνη εξαίρεση; Οι συνταξιούχοι χηρείας. Αν μια χήρα επιλέξει να εργαστεί για να στηρίξει την οικογένειά της, η σύνταξή της πέφτει στο μισό, ανεξαρτήτως ηλικίας ή αναγκών. Παρά τις θεσμικές παρεμβάσεις για ενίσχυση της απασχόλησης στους συνταξιούχους, οι χήρες και τα ορφανά αντιμετωπίζονται με άνιση και δυσανάλογη αυστηρότητα, χωρίς ουσιαστική προστασία από τη φτώχεια, χωρίς ελαφρύνσεις, και με αυξημένο κίνδυνο χρεών προς τον ΕΦΚΑ.