Η συζήτηση γύρω από τις συντάξεις, την «προσωπική διαφορά» και τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση επιχειρεί να τη διαχειριστεί, έχει ανάψει για τα καλά. Και όχι άδικα. Η τελευταία κυβερνητική πρόταση δεν είναι απλώς προβληματική· είναι βαθιά άδικη, αντισυνταγματική και στήνει μια νέα παγίδα για χιλιάδες συνταξιούχους που ήδη έχουν πληρώσει βαρύ τίμημα όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Η ουσία είναι απλή: ενώ κάποιοι συνταξιούχοι θα δουν την «προσωπική διαφορά» να ενσωματώνεται πλήρως στη σύνταξή τους το 2026, άλλοι θα κρατούν στα χέρια τους μόνο το μισό της. Δηλαδή δύο ταχύτητες, δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αυτό σημαίνει ότι, αντί για δικαιοσύνη και ισονομία, οι άνθρωποι που εργάστηκαν μια ζωή για να απολαμβάνουν μια αξιοπρεπή σύνταξη, μετατρέπονται σε θύματα μιας κραυγαλέας άνισης μεταχείρισης.
Και το πρόβλημα δεν σταματά εκεί. Η κατηγορία των συνταξιούχων που θα χάσει το μισό της προσωπικής διαφοράς δεν θα λάβει ούτε την αύξηση που θα δοθεί το 2026 – μια αύξηση που υπολογίζεται περίπου στο 2,5% ή και περισσότερο, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Με άλλα λόγια, ενώ οι υπόλοιποι θα δουν τις συντάξεις τους να αναπροσαρμόζονται, εκείνοι θα παραμείνουν καθηλωμένοι.
Αν σε αυτό προσθέσουμε ότι η ίδια ομάδα είχε ήδη στερηθεί όλες τις προηγούμενες αυξήσεις (7,75% το 2023, 3,1% το 2024 και 2,4% το 2025), τότε μιλάμε για μια συνολική απώλεια 13,25% μέσα σε τρία χρόνια. Την ώρα που οι υπόλοιποι συνταξιούχοι απολαμβάνουν αυτήν την ενίσχυση, οι άνθρωποι με προσωπική διαφορά βλέπουν τα εισοδήματά τους να παραμένουν στάσιμα – ή στην πραγματικότητα να μειώνονται, αν υπολογίσουμε και την ακρίβεια που σαρώνει νοικοκυριά και βασικά αγαθά.
Το νομικό ναρκοπέδιο
Η επιλογή της κυβέρνησης δεν είναι μόνο πολιτικά λανθασμένη. Είναι και νομικά επισφαλής. Γιατί όταν το κράτος αντιμετωπίζει με δύο διαφορετικούς τρόπους δύο κατηγορίες συνταξιούχων, τότε δημιουργεί αναπόφευκτα τις προϋποθέσεις για δικαστικές προσφυγές. Και μάλιστα, προσφυγές που θα είναι και δικαιολογημένες.
Η Ένωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ) έχει ήδη κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου: οι δικαστικές διεκδικήσεις θα είναι άφθονες, δαπανηρές και χρονοβόρες. Και ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο; Οι ίδιοι οι συνταξιούχοι, που θα βρεθούν να τρέχουν από δικηγορικό γραφείο σε δικαστική αίθουσα, σε μια περίοδο όπου η ψυχική και οικονομική τους αντοχή είναι ήδη εξαντλημένη.
Αντί η κυβέρνηση να εξασφαλίσει ένα ξεκάθαρο, δίκαιο και οριστικό πλαίσιο, σπρώχνει ουσιαστικά τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας σε έναν φαύλο κύκλο ταλαιπωρίας. Και μάλιστα, με το πρόσχημα μιας «λύσης» που υποτίθεται ότι θα έβαζε τέλος στο πρόβλημα.