Η υπόθεση της Ειρήνης Μουρτζούκου, της 25χρονης από την Αμαλιάδα που ομολόγησε τέσσερις δολοφονίες βρεφών, ανάμεσά τους η αδερφή της και τα δυο παιδιά της, ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της ελληνικής κοινωνίας και να φέρει στην επιφάνεια ένα ζήτημα που η δημόσια σφαίρα αποφεύγει συστηματικά να αγγίξει: την ύπαρξη serial killers στην Ελλάδα.
Η Μουρτζούκου δεν είναι η πρώτη. Δεν είναι καν η πιο αιματηρή. Αλλά είναι ίσως η πιο πρόσφατη και πιο ανατριχιαστική υπενθύμιση πως ο serial killer – το απόλυτο ταμπού, η προσωποποίηση του «κακού» – δεν είναι αποκλειστικά προϊόν αμερικανικής κουλτούρας ή σκανδιναβικού νουάρ.
O serial killer με το ταξί
Ο συγκεκριμένος, λόγω του επαγγέλματος του (οδηγός ταξί), αναφέρεται σε αρκετά άρθρα που αφορούν την υπόθεση του νεαρού δολοφόνου της Κηφισιάς. Ο Δημήτρης Βακρινός μεγάλωσε στην επαρχία, αλλά ήρθε στην Αθήνα σε πολύ νεαρή ηλικία, λόγω της κακής σχέσης που είχε με τον αλκοολικό πατέρα του. Από πιτσιρίκι έκανε διάφορες δουλειές, μέχρι που το 1992 έγινε οδηγός ταξί. Διέπραξε την πρώτη του δολοφονία σε ηλικία 25 ετών, το 1987, όταν σκότωσε με λοστό άτομο του κοντινού του περιβάλλοντος, το οποίο φιλοξενούσε σπίτι του. Το όνομα του ήταν Παναγιώτης Γαγλίας και λίγο καιρό νωρίτερα είχε απειλήσει τον Βακρινό ότι θα τον καταγγείλει στην Αστυνομία, επειδή του είχε κλέψει μια καραμπίνα. Αφού τον σκότωσε, πέταξε το πτώμα του στην Εθνική Οδό Άργους-Τρίπολης. Πέρασε τα επόμενα χρόνια χωρίς να εμπλακεί -τουλάχιστον από τα όσα έχουν γίνει γνωστά- σε κάποια άλλη δολοφονία. Όμως, στις 19 Νοεμβρίου 1993 παίρνει με το ταξί του την 28χρονη Αναστασία Σιμιτζή. Κατά τη διάρκεια της κούρσας την πείθει να βγουν για ένα ποτό, αλλά στη συνέχεια, όταν αυτή αρνείται να κάνει έρωτα μαζί του, την καίει ζωντανή.
Εκείνη η μέρα σηματοδότησε την αρχή της τριετούς δράσης του. Μέσα σε αυτά τα χρόνια διέπραξε άλλες τρεις ανθρωποκτονίες: Αυτή ενός συναδέλφου του, με τον οποίο είχε τσακωθεί για την προτεραιότητα στην πιάτσα ταξί της Ελευσίνας και των αδερφών Σπυρόπουλου. Στους τελευταίους είχε πουλήσει ένα αυτοκίνητο και λίγες μέρες μετά, αποπειράθηκε να το κλέψει, χρησιμοποιώντας το δεύτερο κλειδί που είχε κρατήσει. Οι νεαροί αποπειράθηκαν να τον σταματήσουν και τότε αυτός τους σκότωσε πυροβολώντας τους. Αξίζει να σημειωθεί πως ήθελε να κλέψει το όχημα, για να επιτεθεί σε έναν -αγνώστων στοιχείων- μοτοσυκλετιστή, με τον οποίο είχε τσακωθεί πριν από λίγες ώρες, για την προτεραιότητα σε έναν δρόμο. Είχε κρατήσει τον αριθμό της πινακίδας του και είχε σκοπό να τον χτυπήσει με το αυτοκίνητο. Τον Απρίλιο του 1997 συλλαμβάνεται, αλλά δεν προλαβαίνει να δικαστεί για τις πράξεις του, καθώς λίγες μέρες μετά βρέθηκε κρεμασμένος στις τουαλέτες των φυλακών Κορυδαλλού. Το «βιογραφικό» του περιλαμβάνει και τέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονίας (το θύμα μίας εξ αυτών έμεινε ανάπηρο), ληστείες και εμπρησμούς.
Αικατερίνη Δημητρέα: Η «δηλητηριάστρια»
Έγινε γνωστή και ως η «δηλητηριάστρια της Μάνης». Η Αικατερίνη Δημητρέα ήταν η πρώτη Ελληνίδα κατά συρροή δολοφόνος. Η 42χρονη ήταν χωρισμένη και μεγάλωνε μόνη της την ανήλικη κόρη της στο Νεοχώρι Μεσσηνίας. Ο κόσμος έκανε λόγο για μια ήρεμη γυναίκα που δεν είχε προκαλέσει ποτέ προβλήματα με τη συμπεριφορά της. Όμως, στην πορεία αποδείχτηκε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στο μυαλό της, αφού σχεδόν ξεκλήρισε την οικογένεια της. Όλα ξεκίνησαν στις 27 Μαΐου του 1962, όταν δηλητηρίασε την 80χρονη μητέρα της ρίχνοντας παραθείο στο φαγητό της. Ο θάνατος της ηλικιωμένης γυναίκας προήλθε από εμβολή καρδιάς και κανείς δεν υποψιάστηκε τη Δημητρέα.
Το ίδιο συνέβη και λίγους μήνες αργότερα, όταν και δηλητηρίασε με τον ίδιο τρόπο την ξαδέρφη της, μόνο που αυτήν τη φορά οι γιατροί διαπίστωσαν ότι ο θάνατος της νεαρής γυναίκας οφειλόταν σε κάταγμα στο κεφάλι που προκλήθηκε από την πτώση της στο πάτωμα. Η 42χρονη στάθηκε τυχερή και στον τρίτο της φόνο. Χρησιμοποίησε ακριβώς την ίδια τακτική, για να βγάλει από τη μέση τον αδερφό της, με τους γιατρούς να κάνουν λόγο για ανακοπή καρδιάς. Η τύχη τής γύρισε την πλάτη, όμως, όταν έδωσε έναν δηλητηριασμένο λουκουμά στον πεντάχρονο ανιψιό της. Ο μικρός έπεσε κατευθείαν στο έδαφος και εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα. Επίσημη αιτία θανάτου, η δηλητηρίαση και μοναδικός ύποπτος η θεία του, η οποία και συνελήφθη. Η Δημητρέα ομολόγησε το έγκλημά της και πρόσθεσε πως είχε προσπαθήσει να δηλητηριάσει και άλλους συγγενείς της. Σύμφωνα με την κατάθεσή της, ήθελε να πάρει εκδίκηση από τους δικούς της για τον άσχημο τρόπο με τον οποίο της φέρονταν. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στις 10 Απριλίου του 1964.
Το αιματοκύλισμα των Κυθήρων
Τσαγκάρης και μάστορας στο επάγγελμα ο δράστης ήταν από τους πιο αγαπητούς και φιλικούς κατοίκους των Κυθήρων. Ζούσε στα Γερακιτιάνικα των Αρωνιαδίκων και έφτιαχνε χειροποίητα στιβάνια. Εκτός από την καλή σχέση που είχε αναπτύξει με τους πελάτες και συγχωριανούς του, σε κάθε πανηγύρι και γιορτή ήταν από τους πρώτους προσκεκλημένους καθώς ήταν και οργανοπαίκτης.
Η αγάπη των συγχωριανών του για το πρόσωπο του σταμάτησε την ημέρα που μία πελάτισσά του, αρνήθηκε να τον πληρώσει. Εκείνος την επισκέφτηκε στο σπίτι της, ζητώντας τα λεφτά του και τελικά, μετά από τα πολλά, αυτή δέχτηκε να του δώσει όσα του χρωστούσε. Του προσέφερε μάλιστα και το παραδοσιακό κέρασμα ως ένδειξη συμφιλίωσης.
Τη στιγμή εκείνη όμως, ο σύζυγός της επέστρεψε και παρεξηγώντας την παρουσία του Λαγωνάρη στο σπίτι του, τον ξυλοκόπησε άγρια. Πολλοί λένε ότι το ζευγάρι είχε στήσει το σκηνικό, προκειμένου να γλιτώσει την πληρωμή. Αλλά αυτό είχε ως συνέπεια να αρχίσουν τα κουτσομπολιά, που έκαναν τους ανθρώπους να αποφεύγουν τον Αντώνη και τις υπηρεσίες του, γιατί όλοι θεωρούσαν πως θα αποπλανήσει τις γυναίκες τους.
Απογοητευμένος πλέον και μη μπορώντας πια να βιοποριστεί κατέληξε στην Αθήνα. Αρχικά έπιασε δουλειά σε ένα τσαγκαράδικο ενός συντοπίτη του, αλλά και εκεί κάποιοι συνάδελφοί του, επειδή φθονούσαν την τέχνη του, τού έστησαν μία ακόμα παγίδα. Έριξαν λοιπόν στον σάκο του μερικά εργαλεία του αφεντικού του και στη συνέχεια τον κατηγόρησαν για κλοπή. Το αφεντικό του θέλησε να τον συγχωρέσει, όμως η γυναίκα του επέμενε για την ενοχή του και έτσι του έκαναν μήνυση, οπότε ο Λαγωνάρης κατέληξε για σύντομο διάστημα στις φυλακές. Όταν αποφυλακίστηκε βρήκε και πάλι δουλειά, αλλά για άγνωστο λόγο απολύθηκε και πάλι. Πλέον, η αδικία τον έπνιγε και η οργή τον είχε κατακλύσει. Το μόνο που ζητούσε πια ήταν εκδίκηση. Έτσι, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο νησί του, στα Κύθηρα.
Στις 23 Αυγούστου 1909 έφτασε στη γενέτειρά του και οπλισμένος με ένα μαχαίρι ξεκίνησε για τα Πιτσινιάνικα. Την ίδια μέρα ήταν προγραμματισμένη μία βάπτιση κοριτσιού, στην εκκλησία του χωριού, στον Άγιο Σπυρίδωνα. Ο επίδοξος δολοφόνος έφτασε στο καμπαναριό, έκρουσε τις καμπάνες και οι νησιώτες ξεκίνησαν για το μυστήριο. Ο δράστης έστησε καρτέρι στο διπλανό δρομάκι και έμπηγε το μαχαίρι του σε όποιον περνούσε. Ορισμένοι από τους κατοίκους νόμιζαν πως πρόκειται για επιδρομή πειρατών, καθώς οι το νησί είχε δοκιμαστεί στο παρελθόν και οι διηγήσεις ήταν ζωντανές.
Ωστόσο, ο παπάς του χωριού που ήταν ο πρώτος ο οποίος αντιλήφθηκε πως δεν ήταν πειρατής, όπλισε το τουφέκι του, σημάδεψε και τον πυροβόλησε στην πλάτη. Ο δολοφόνος τραυματίστηκε και έτρεξε για να αποφύγει τη σύλληψη ενώ την ίδια ώρα οι κάτοικοι άρχισαν να μετράνε θύματα.
Από τις μαρτυρίες των κατοίκων προέκυψε ότι ο αριθμός των θυμάτων έφτασε τους 15, ανάμεσά τους και μία έγκυος γυναίκα με τα δύο της παιδιά.
Ο δράστης συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές του Ναυπλίου, όπου έγινε η δίκη του. Μέσα στη φυλακή, διέπραξε ακόμα μια δολοφονία και απέκτησε το παρατσούκλι ο «Καπετάν δεκαέξι». Το θύμα του ήταν από τη Μάνη, έτσι οι υπόλοιποι Μανιάτες συγκρατούμενοί του αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση για τον θάνατο του συμπατριώτη τους. Έτσι, συνεννοήθηκαν με τον κουρέα των φυλακών, να τον σφάξει με το ξυράφι του.
Θεόφιλος Σεχίδης: Τεμάχιζε την οικογένειά του ακούγοντας Τσαϊκόφσκι
Ο Θεόφιλος Σεχίδης, σαν σήμερα το 1996 κατέσφαξε την οικογένεια του. Τη διαμέλισε και έφτασε στο σημείο να βάλει στο ψυγείο τα μυαλά τους για να τα… μελετήσει. Για τρεις μήνες κανείς δεν γνώριζε τίποτα. Το φριχτό έγκλημα του Θεόφιλου Σεχίδη από τη Θάσο αποκαλύφθηκε τρεις μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 9 Αυγούστου.
Ο 24χρονος (τότε) φοιτητής της Νομικής σκότωσε με άγριο τρόπο τους γονείς του, Μαρία και Δημήτρη, την αδερφή του, τον θείο του και τη γιαγιά του ενώ στη συνέχεια τους τεμάχισε. Μάλιστα έκανε καθημερινά το δρομολόγιο με το φέρι μποτ για την Καβάλα, μεταφέροντας τα μέλη των ανθρώπων της οικογένειάς του σε μαύρες σακούλες και το βράδυ πήγαινε στην χωματερή της Καβάλας και τα έθαβε.
Στις 21 Ιουλίου και πηγαίνοντας στην θεία του, ο Σεχίδης έπεσε σε μπλόκο αστυνομικών στην Καβάλα. Κατόπιν ελέγχου βρέθηκε μια κοντόκανη καραμπίνα, ένα κυνηγετικό όπλο και φυσίγγια. Δεν στοιχειοθετήθηκε κάτι για τους φόνους, αλλά η αστυνομία τον έβαλε στο μικροσκόπιο της. Άλλωστε και ο ίδιος περίμενε πως θα είναι ο Νο.1 ύποπτος.
Μετά από πολύωρη ανάκριση, ο Σεχίδης εξαντλημένος πλέον, ομολόγησε την 9η Αυγούστου, πως στις 19 και 20 Μαΐου της ίδιας χρονιάς (1996) σκότωσε τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή, τον θείο και τη γιαγιά του στον Λιμένα Θάσου. Τεμάχισε τα πτώματα και τα έβαλε μέσα σε σακούλες.
«Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» είχε πει στην απολογία του: «Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Έπρεπε να φύγω από τη μέση με κάθε τρόπο. Είχαν το στίγμα από το πρόβλημα της αδελφής μου (σ.σ. έπασχε από σχιζοφρένεια), αν προστίθετο και το δικό μου, θα ήταν καταστροφή. Θα αποδεικνυόταν ότι ο πατέρας μου, ο ατσαλάκωτος διευθυντής του σχολείου, στη ζωή του ήταν ένας βρώμικος άνθρωπος. Εξάλλου, έξω στην κοινωνία, έτσι κι αλλιώς, δεν τον πολυσυμπαθούσαν».
Ο «δράκος του Σέιχ Σου»
Ίσως η πιο γνωστή υπόθεση πολλαπλών δολοφονιών στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ο Παγκρατίδης συνελήφθη και καταδικάστηκε για μια σειρά σεξουαλικών επιθέσεων και φόνων σε δασώδεις περιοχές της Θεσσαλονίκης. Εκτελέστηκε το 1968. Ωστόσο, μέχρι σήμερα παραμένουν αμφιβολίες για την ενοχή του, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι ήταν εξιλαστήριο θύμα. Αν ήταν ο πραγματικός δράστης, πρόκειται για την πρώτη τεκμηριωμένη περίπτωση serial killer στην Ελλάδα.
Ο «σατανιστής της Παλλήνης»
Ο 19χρονος Ασημάκης Κατσούλας σύναψε σχέση με την 15χρονη Δήμητρα Μαργέτη, η οποία του είχε εκμυστηρευτεί ότι και εκείνη άρχισε να διαβάζει σχετικά βιβλία με τον σατανισμό. Οι δύο τους ξεκίνησαν να κάνουν τελετές μαύρης μαγείας, με την πρώτη να είναι στο σπίτι του Κατσούλα. Λίγο αργότερα στην ομάδα θα ενταχθεί και ο Δημητροκάλης, ο οποίος διατηρούσε σχέση νωρίτερα με την Μαργέτη. Η μύηση του Δημητροκάλη θα πραγματοποιηθεί σε μια περιοχή του Υμηττού. Στις τελετές που διοργάνωναν θα παρευρίσκονταν και άλλα παιδιά, κυρίως μαθητές λυκείου.
Τον Αύγουστο του 1992, οι σατανιστές της Παλλήνης, διέπραξαν την πρώτη τους δολοφονία, οδηγώντας την 14χρονη Δώρα Συροπούλου σε μια ερημική τοποθεσία. Την στραγγάλισαν, ασέλγησαν και στη συνέχεια έκαψαν την Συροπούλου με βενζίνη για να «εξαφανίσουν» όπως είχαν αναφέρει στις απολογίες τους το πτώμα.
Στις 14 Απριλίου 1993 ακολούθησε η δεύτερη δολοφονία των σατανιστών. Η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα, μητέρα δυο παιδιών και υπάλληλος του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετάνια», επέστρεφε σπίτι της όταν την σταμάτησαν οι Κατσούλας και Δημητροκάλης, υποδυόμενοι τους αστυνομικούς, την έπεισαν να μπει στο αυτοκίνητό τους προκειμένου να την οδηγήσουν στο πλησιέστερο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων. Στη συνέχεια την οδήγησαν σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο οινοποιίας στην Παλλήνη και από εκεί μετά στο Σέσι, όπου την στραγγάλισαν και την χτύπησαν με μια τεράστια πέτρα στο κεφάλι.
Η υπόθεση Πισπιρίγκου
Η Ρούλα Πισπιρίγκου συνελήφθη και κατηγορείται για τη δολοφονία των τριών ανήλικων παιδιών της στην Πάτρα, από το 2019 έως το 2022. Η υπόθεση παραμένει υπό εξέλιξη. Οι θάνατοι θεωρήθηκαν αρχικά ως παθολογικοί, όμως μεταγενέστερα ευρήματα (τοξικολογικά και ιατροδικαστικά) ανέτρεψαν την αρχική εικόνα. Αν καταδικαστεί για όλες τις περιπτώσεις, θα πρόκειται για την πρώτη τεκμηριωμένη περίπτωση γυναικείας serial killer στην Ελλάδα.