4 Ιουλίου 2004. Όλη η Ελλάδα κρατά την ανάσα της. Ο τελικός του Euro στην Πορτογαλία έχει παραλύσει τη χώρα και άπαντες αναμένουν τον τελικό της Ελλάδας με αγωνία και ενθουσιαμό. Σπίτια φωτισμένα, πλατείες γεμάτες παρέες, οι τηλεοράσεις όλες συντονισμένες στην ΕΡΤ. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, περιμένουν να δουν αν η ομάδα του Ότο Ρεχάγκελ θα φτάσει ως το τέλος, αν θα καταφέρει το αδιανόητο, να νικήσει για δεύτερη φορά τον Φίγκο, τον Ρούι Κόστα, τον νεαρό Κριστιάνο Ρονάλντο.
Την ίδια ώρα, μακριά από τη βοή των πανηγυρισμών, σε ένα ήσυχο ορεινό χωριό της βόρειας Ελλάδας, στη Βλάστη Κοζάνης, εκτυλίσσεται ένα δράμα που θα σημαδέψει για πάντα τη μικρή κοινότητα. Ένα στυγερό έγκλημα, που παραμένει μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστο.
Η Τριανταφυλλιά — ή όπως τη φώναζαν όλοι, Φιλιώ — Αντωνιάδου, 15 ετών, εξαφανίζεται το βράδυ του τελικού. Τρεις μέρες αργότερα, θα βρεθεί νεκρή από έναν βοσκό, δυόμισι χιλιόμετρα πριν το χωριό.
Ατύχημα ή δολοφονία; Οι απόψεις διχάζονται, μα η αλήθεια μένει θαμμένη.
Ο καυγάς για το τζιν
Η Φιλιώ περνούσε εκείνο το καλοκαίρι στη Βλάστη με τους γονείς και λίγους συγγενείς. Το βράδυ του τελικού είχε κανονίσει με τις φίλες της να βρεθούν στην πλατεία, να κάνουν μια βόλτα και φυσικά να δουν όλες μαζί τον αγώνα. Είχε επιστρέψει από το μπάνιο με τη θεία και τις ξαδέρφες της και ετοιμαζόταν να βγει, όταν οι φίλες της ήρθαν να την πάρουν. Δεν είχε προλάβει ακόμη. Η μητέρα της ζήτησε από τα κορίτσια να πάνε στην πλατεία και η Φιλιώ θα τις συναντούσε εκεί. Όταν εκείνη κατέβηκε, φορούσε ένα τζιν φίλης της. Η μητέρα της της ζήτησε να το βγάλει, γιατί το είχε πλύνει και ήθελε να το επιστρέψουν.
Η 15χρονη αντέδρασε. Ο μικρός καυγάς φούντωσε, και η διάθεσή της χάλασε. Πεισμωμένη, ανέβηκε στο δωμάτιό της και ξάπλωσε στο κρεβάτι με τα ρούχα της.
Δεν γύρισε εκείνο το βράδυ. Στην αρχή οι γονείς της δεν ανησύχησαν, συνήθιζε να κοιμάται σε φίλες της. Όμως οι ώρες περνούσαν. Όταν τηλεφώνησαν στις φίλες της κι εκείνες είπαν πως δεν την είχαν δει, ο φόβος τους έγινε πανικός. Η εξαφάνιση δηλώθηκε αμέσως στην αστυνομία καθώς οι φίλες της κατέθεσαν πως δεν εμφανίστηκε ποτέ στην πλατεία, όπως είχαν κανονίσει.
Μόνο μία φίλη της από την Αθήνα, η Ζωή Στόγια, είπε ότι μίλησαν στο τηλέφωνο γύρω στα μεσάνυχτα. Στην αρχή, άκουγε φασαρία, έπειτα… σιωπή. Η Φιλιώ είχε απομακρυνθεί κάπου πιο ήσυχα. Κανείς δεν έμαθε ποτέ πού βρισκόταν εκείνη τη στιγμή.
Η ανώνυμη καταγγελία
Καθώς οι μέρες περνούσαν και η Ασφάλεια έπαιρνε καταθέσεις, έφτασε μια ανώνυμη πληροφορία. Υπέδειχνε έναν άντρα: τον Η.Ζ. Εκείνος προσήχθη και κατέθεσε πως τη νύχτα του τελικού βρισκόταν σε καφετέρια, βλέποντας τον αγώνα, και γύρισε στο σπίτι του αδελφού του στις 00:30. Την επόμενη μέρα, είπε πως έμεινε με τη μητέρα του και το βράδυ ξαναγύρισε στη Βλάστη.
Το πρωί της Τετάρτης 7 Ιουλίου, ένας βοσκός εντόπισε σε δασική περιοχή, δυόμισι χιλιόμετρα πριν το χωριό, το άψυχο σώμα μιας νεαρής κοπέλας. Η αστυνομία ειδοποιήθηκε αμέσως… Ήταν η Φιλιώ.
Το σημείο έσφιγγε το στομάχι όσων το αντίκρισαν. Μια ματωμένη πέτρα στη μέση του δρόμου, λίγα μέτρα πιο πέρα κηλίδες αίματος, ένα κομμάτι τσιμέντου σπασμένο που ταίριαζε με την πέτρα. Το σώμα της βρέθηκε ξαπλωμένο στο πλάι, το πρόσωπο στραμμένο προς τον δρόμο. Το λευκό μπλουζάκι της ποτισμένο στο αίμα, το τζιν ξεκούμπωτο, σημάδια βίας παντού. Όλο της το πρόσωπο γεμάτο αίμα. Το γκρι, πετροπλυμμένο τζιν της ήταν ξεκούμπωτο, ενώ στο ύψος του αριστερού μηρού υπήρχαν τρία σκούρα σημεία, βουτηγμένα στο αίμα.
Στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού, πάνω από το φρύδι, υπήρχε ένα βαθύ τραύμα. Από εκεί ξεκινούσε η αιμορραγία που είχε καλύψει ολόκληρο το πρόσωπό της και είχε σχηματίσει μια μικρή λίμνη κάτω απ’ το κεφάλι. Σε απόσταση σαράντα εκατοστών, οι αστυνομικοί εντόπισαν ακόμη μία, αποξηραμένη λίμνη αίματος.
Σε ευθεία γραμμή, ανάμεσα στα χόρτα, βρισκόταν μια πέτρα με ίχνη αίματος. Όταν ο ιατροδικαστής την σήκωσε, παρατήρησε πως και η κάτω πλευρά της ήταν γεμάτη αίμα. Ήταν η στιγμή που οι αστυνομικοί συνειδητοποίησαν πως κρατούσαν στα χέρια τους το πιθανό όπλο του εγκλήματος.
Με αυτήν την πέτρα, όπως κατέληξαν οι έρευνες, ο δράστης χτύπησε τη Φιλιώ στο κεφάλι. Ύστερα, την πέταξε μέσα στα πυκνά χόρτα του αναχώματος.
Η ιατροδικαστική έκθεση ήταν σαφής:
«Βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, προκληθείσα δια θλώντος οργάνου, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος» Στοιχεία που δείχνουν έγκλημα.
Η κατάσταση των ρούχων, το ξεκούμπωτο παντελόνι, οι εκδορές στα ευαίσθητα σημεία και οι εκχυμώσεις στον αριστερό μηρό ενίσχυαν το ενδεχόμενο ότι η 15χρονη είχε πέσει θύμα εγκληματικής ενέργειας με σεξουαλικό κίνητρο.
Στο νεκροτομείο ελήφθησαν δείγματα από ζωτικά όργανα — πνεύμονες, ήπαρ, νεφρό — και εστάλησαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για ιστοπαθολογικές και τοξικολογικές εξετάσεις. Παράλληλα, συλλέχθηκαν βιολογικά υλικά: κολπικό και πρωκτικό υγρό, τρίχες κεφαλής και εφηβαίου, αίμα, τμήματα δέρματος. Όλα στάλθηκαν για ανίχνευση DNA, σπέρματος και άλλων βιολογικών ιχνών.
Δύο ύποπτοι, αλλά μόνο ενδείξεις
Η Ασφάλεια ξεκίνησε νέο κύκλο ερευνών, εστιάζοντας τόσο στο στενό περιβάλλον της Φιλιώς όσο και σε πρόσωπα που γνώριζαν την οικογένεια. Από τις καταθέσεις προέκυψαν μόνο ενδείξεις, που έστρεψαν την προσοχή σε δύο άντρες: τον Η.Ζ. και τον Π.Μ., 31 ετών. Δύο ημέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος, ο Η.Ζ. κλήθηκε ξανά στην Ασφάλεια. Παρά τις πιεστικές ερωτήσεις, αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με το έγκλημα. Το ίδιο επανέλαβε και σε νέα κατάθεση στις 9 Ιουλίου — επέμεινε πως δεν γνώριζε καν τη Φιλιώ Αντωνιάδου.
Ο Η.Ζ. κατέθεσε πως, μετά το τέλος του τελικού, οδηγώντας προς το σπίτι, είδε μπροστά του ένα αυτοκίνητο Rover, με οδηγό τον Π.Μ. Στο κάθισμα του συνοδηγού, είπε, διέκρινε μια κίνηση. Κάποιος καθόταν εκεί, χωρίς να φαίνεται ποιος. Το Rover, χωρίς να ανάψει φλας, έστριψε αριστερά, στον παλιό χωματόδρομο. Εκεί όπου βρέθηκε το σώμα της Φιλιώς.
Ο Η.Ζ. ισχυρίστηκε πως δεν το είχε αναφέρει νωρίτερα γιατί φοβόταν για τη ζωή του και πως πίστευε ότι θα τον θεωρούσαν ένοχο.
Ο Π.Μ., 31 ετών, ηλεκτροσυγκολλητής από την Πτολεμαΐδα, ήταν γνωστός στα καφέ και τα μπαρ της περιοχής. Στις καταθέσεις του αρνήθηκε τα πάντα: πως ήξερε τη Φιλιώ, πως είχε κάποια σχέση, πως είχε εμπλακεί με ανήλικη.
«Δεν την γνώριζα», είπε ψυχρά.
Η δίκη του 2006
Το 2006, ο Π.Μ. κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Καστοριάς, κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο Η.Ζ., που περιέγραψε μπροστά στους δικαστές όσα είχε δει εκείνο το βράδυ: «Πήρα το αυτοκίνητο να φύγω. Στο σχολείο είδα τον κατηγορούμενο και το κοριτσάκι να μπαίνουν στο Rover. Τον είδα να στρίβει στον χωματόδρομο. Είδα το κοριτσάκι κάτω κι αυτόν με την πέτρα. Του φώναξα: “Τι έκανες;” Ήρθε πάνω μου με την πέτρα και μου είπε: “Σταμάτα ρε πούστη, θα σε σκοτώσω! Θα πω ότι το κάναμε μαζί!”»
Λίγες μέρες μετά, όπως κατέθεσε, τον πλησίασαν ο Π.Μ. και ένας φίλος του, τον απείλησαν με πιστόλι και του πέταξαν στο αυτοκίνητο δύο χιλιάδες ευρώ, λέγοντάς του να σωπάσει: «Θα γεμίσεις κανέναν λάκκο αν μιλήσεις…»
Παρότι οι τακτικοί δικαστές τον έκριναν ένοχο, οι ένορκοι δεν πείστηκαν. Με οριακή πλειοψηφία, ο Π.Μ. αθωώθηκε «λόγω αμφιβολιών».
Στις 7 Φεβρουαρίου 2008, ο Π.Μ. δικάστηκε ξανά, αυτή τη φορά στο Εφετείο Κοζάνης. Για δεύτερη φορά, κρίθηκε αθώος. Έναν χρόνο αργότερα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου πρότεινε αναίρεση της απόφασης και νέα εκδίκαση. Η υπόθεση αναψηλαφήθηκε το 2011, με νέους μάρτυρες. Στις 23 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς, με ψήφους 6–1, ο Π.Μ. αθωώθηκε οριστικά.
Η απόφαση ήταν αμετάκλητη. Ο βασικός ύποπτος δεν μπορούσε πλέον να δικαστεί ποτέ ξανά για τον ίδιο φόνο.
Η σιωπή της Βλάστης
Έκτοτε, η υπόθεση της 15χρονης Φιλιώς Αντωνιάδου έμεινε στο σκοτάδι.
Τα στόματα στο χωριό παρέμειναν ερμητικά κλειστά.
Ο φάκελος έκλεισε όχι όμως και οι πληγές.
Τη νύχτα που η Ελλάδα πανηγύριζε…
Ένα παιδί έσβηνε μόνο, σε έναν χωματόδρομο της Βλάστης.

